Η κύρια εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και βρίσκεται στο κέντρο του χωριού.

Πρόκειται για ένα μονόχωρο ναό με σταυροθόλια του 20ου αιώνα. Οι διαστάσεις της εκκλησίας είναι 11.30 μ. επί 26.40 μ. περίπου.Το τέμπλο του ναού κατασκευάστηκε το 1945 και είναι έργο του Φυλακτού Κ. Ταλιαδώρου από την Ομορφίτα.

κτίστηκε στη θέση άλλης μικρότερης εκκλησίας, που κατεδαφίστηκε για να αναγερθεί η σημερινή εκκλησία.Τα μόνα που απέμειναν από  την παλαιότερη εκκλησία είναι το τέμπλο που τώρα βρίσκεται στο ναό των Αγίων Ηλιόφωτων- στο ερειπωμένο χωριό Άγιοι Ηλιόφωτοι- μία εικόνα της Βαϊοφόρου και μερικά λειτουργικά σκεύη.

Η ανέγερσή της άρχισε το 1908 και ολοκληρώθηκε το 1915. Τα θυρανοίξια της έγιναν στις 2 Μαΐου 1921. Υπεύθυνοι για την ανέγερση της εκκλησίας ήταν ο ιερέας Παπαβαρνάβας Χατζηπετρή και ταμίας ο Μιχαήλ Μιχαήλ (Μιχαηλούδι), ενώ γνωστά είναι και τα ονόματα δυο χτιστών, του Νικόλα Μιλόπιττα και του Κώστα Χατζηπιερή. Αξιοσημείωτο είναι πως όλοι οι κάτοικοι του χωριού βοήθησαν εθελοντικά στο κτίσιμο της εκκλησίας, εργάζονταν, ανά βδομάδα, ως βοηθοί των μαστόρων και μετέφεραν υλικά.  Στο κτίσιμο της εκκλησίας βοήθησαν ακόμα και γυναίκες, οι οποίες μετέφεραν πέτρες από τον ποταμό Κούτη μέσα στις ποδιές τους.

Ο Γεώργιος Παναγή, συμπληρώνει γράφοντας τα ακόλουθα: Σύμφωνα με μαρτυρία του Νικόλα Θωμά Πίτσιλλου, που διασώζει ο Παπάπετρος Φωτίου, ενώ κτιζόταν η εκκλησία πέρασε ομάδα κρασοπούληδων προερχόμενη από το Παλαιχώρι. Όπως συνήθιζαν προσκύνησαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και έριξαν τον οβολό τους στο κουτί. Ένας όμως από την ομάδα δεν έριξε χρήματα λέγοντας αστειευόμενος: « ένι χρειάζεσαι ριάλια Άη Γιώρκη». Δεν πρόφτασε όμως να προχωρήσει ούτε μισό χιλιόμετρο, μέχρι τα «Λιόχωρα» και τρύπησε το ασσίην (ασκός) και χύθηκε όλο το κρασί. Μετά από αυτό το γεγονός, επέστρεψε πίσω και αφού έριξε τον οβολό του στο κουτί του Αγίου είπε: «Όι Άη Γιώρκη εγιώ αστειεύκω αλλά εσού εν αστειεύφκεις».

*Πηγή:
Το κείμενο ετοιμάστηκε με βάση το σχετικό ερωτηματολόγιο που απαντήθηκε από τον κ. Γεώργιο Παναγή.

H εκκλησία της Παναγίας της Οδηγήτριας βρίσκεται 1/2 χιλιόμετρο στα ανατολικά του χωριού και ανάγεται στο 13ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση,  η εκκλησία ανεγέρθηκε στα αρχαία ερείπια ειδωλολατρικού ναού.

Πρόκειται για ένα μονόκλιτο ναό με τρούλλο που τη δεκαετία του 1980 έτυχε ανακαίνισης από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Οι διαστάσεις της εκκλησίας είναι 6.80 μ., πλάτος, και 13.20 μ. περίπου, μήκος.

Το εσωτερικό του ναού κοσμείται με τοιχογραφίες του 13ου , 14ου και 15ου αιώνα αλλά και το όμορφα φιλοτεχνημένο τέμπλο του, έργο του 17ου αιώνα. Ο Γεώργιος Παναγή περιγράφει γράφοντας: «Στο νότιο τοίχο του κυρίως ναού σώζονται σε δύο επάλληλα στρώματα τοιχογραφίες της Παναγίας με το Χριστό στον τύπο της Οδηγήτριας που ανάγονται στο 13ο και 14ο αιώνα αντίστοιχα ενώ ο βόρειος τοίχος κοσμείται με τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου του 15ου αιώνα. Σπαράγματα τοιχογραφιών, κυρίως φυτικός διάκοσμος, σώζονται στους τοίχους του κυρίως ναού και στο ιερό στο κάτω μέρος του εσωτερικού τοίχου της αψίδας».

Τέλος, αξίζει να αναφερθούν μια σειρά από παραδόσεις που συνδέονται με την εκκλησία της Παναγίας της Οδηγήτριας.  Ακολουθούν οι παραδόσεις, όπως αυτές καταγράφηκαν από τον Γεώργιο Παναγή*:

Η παράδοση αναφέρει ότι στο μέρος που βρίσκεται η εκκλησία κάθισε η Παναγία που περνούσε από το χωριό για να ξεκουραστεί.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση που διασώζει ο Παπάπετρος Φωτίου, η κόρη του βασιλιά της Ταμασού Αρετού, συνήθιζε να επισκέπτεται το Αρεδιού και να προσφέρει θυσία στο βωμό που βρισκόταν στη θέση της Παναγίας της Οδηγήτριας.

Άλλη παράδοση αναφέρει την ύπαρξη χρυσής άμαξας, θαμμένης κάτω από την εκκλησία, σε τρία «αγνάρκα» από την είσοδο της εκκλησίας. Η άμαξα αυτή, όταν πωληθεί σε καιρούς σιτοδείας, θα μπορέσει να θρέψει όλον τον πληθυσμό της Κύπρου για εννέα χρόνια. Ο πρώτος όμως που θα δει την άμαξα θα τυφλωθεί.

Άλλη εκδοχή της ίδιας παράδοσης αναφέρει ότι η χρυσή άμαξα βρίσκεται μεταξύ των τοποθεσιών Λιθόσουροι και Κάμπος.

Σύμφωνα με την παράδοση τα μάτια του Αγίου Γεωργίου στην τοιχογραφία κοιτάζουν εκεί που είναι ο τάφος του κτήτορα της εκκλησίας.

Κατά μία άλλη παράδοση, όταν η εκκλησία κινδύνευε από φωτιά, οι σαύρες κουβάλησαν νερό από το ποταμό Κούτη και την έσβησαν.

Σύμφωνα με μαρτυρία της Ελένης Γεωργίου (Καρσερίνας), που διασώζει ο Παπάπετρος Φωτίου, κάποιος βοσκός, κάτοικος του χωριού, μία βροχερή μέρα έβαλε το κοπάδι του στο προαύλιο της εκκλησίας για να προφυλαχθεί από τη βροχή. Ένα κριάρι όμως μπήκε μέσα στην εκκλησία και έκλεισε την πόρτα. Στην προσπάθειά του να βγει έξω το κριάρι αναποδογύρισε

τα καντήλια με αποτέλεσμα να βάλει φωτιά. Ο βοσκός που φοβήθηκε αναφώνησε:

«Παναΐα μου κρούσε τζιαι άφησε» εννοώντας η Παναγία να κάψει ότι ήταν να κάψει αλλά να διασώσει την εκκλησία.

*Πηγή:
Το κείμενο ετοιμάστηκε με βάση το σχετικό ερωτηματολόγιο που απαντήθηκε από τον κ. Γεώργιο Παναγή.